- ραχιοτομία
- και ραχεοτομία και ραχιτομία, η, Νιατρ.1. χειρουργική επέμβαση στη σπονδυλική στήλη2. τομή τής σπονδυλικής στήλης τού εμβρύου για να διευκολυνθεί η εξαγωγή του από τη μήτρα σε περίπτωση σοβαρής δυστοκίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις, ῥάχιος + -τομία (< -τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.